Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα λυκάκι με την οικογένεια του. Από μικρό ήταν χαριτωμένο και του άρεσε να παίζει. Ο πατέρας του του μάθαινε πως να σπάει ξύλα και σίδερα. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο δυνατό γινόταν.
Στο μικρό χωριό ζούσε η Κοκκινοσκουφίτσα, ένα κακομαθημένο κορίτσι που ότι ζώα έβρισκε τα βασάνιζε με διαφόρους τρόπους χωρίς να το ξέρουν οι γονείς της. Όταν τα ζώα την έβλεπαν έτρεχαν μακριά της.
Το λυκάκι ήθελε μια μέρα να πάει έξω από το δάσος, όμως οι γονείς του δεν το άφησαν λόγω της Κοκκινοσκουφίτσας. Μια μέρα ο πατέρας του αρρώστησε. Μέρα με τη μέρα γινόταν χειρότερα και το λυκάκι δεν ήξερε τι να κάνει. Όταν ο πατέρας του πέθανε, στεναχωρήθηκε και άρχισε να τρέχει χωρίς να σταματήσει καθόλου, μέχρι που, χωρίς να το καταλάβει, είχε βγει έξω από το δάσος. Οι πολίτες τρόμαξαν πολύ κι εκείνος έμεινε στήλη άλατος. Η Κοκκινοσκουφίτσα πήγε αμέσως κοντά, τάχα ότι ενδιαφέρεται. Το πήρε σπίτι και έπεισε τους γονείς της να το κρατήσει. Το έβαλε σε ένα κλουβί και δεν το τάιζε. Η μητέρα του μικρού λύκου είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ και κινητοποίησε τα ζώα να πάνε να το σώσουν.
Τότε, το λυκάκι θυμήθηκε ό,τι του είχε μάθει ο πατέρας του και άρχισε να δαγκώνει τα κάγκελα, ώσπου τα έσπασε και έφυγε για το δάσος. Εκεί βρήκε την μητέρα του και όλα τα ζώα που το ψάχνανε. Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.