Σκέψεις ενός διαβάτη...
Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου (Γ΄4)
Μια βροχή γλυκιά, η θάλασσα μ` ένα χρώμα βαθύ,
βουρκωμένο. Στον φαρδύ
δρόμο, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, βρίσκεται εκείνη. Μια έπαυλη μικρή, παλιά,
αρχοντική, σαν μινιατούρα κάστρου ή σαν άρωμα λησμονημένο από μια εποχή μακρινή.
Ένας χώρος – θα `ταν ο κήπος εκεί άλλοτε – χορταριασμένος μπροστά
της. Μεγάλα παράθυρα με παντζούρια κλειδωμένα, μια φαρδιά στρογγυλή βεράντα. Το
καγκελάκι της σκαλισμένο σαν λουλούδι ή σαν κόσμημα έχει σκουριάσει. Και ο
ξεθωριασμένος τοίχος – σαν κάτι παλιές ζωγραφιές σ` ένα βιβλίο ξεχασμένο –
καταλήγει σ` ένα είδος επάλξεων. Ένας φράχτης πέτρινος και μια
πόρτα μ` ένα χέρι μπρούτζινο, γυναικείο, να χτυπά.
Αν είχε φωνή το σπίτι, ίσως να μιλούσε. Ίσως να ιστορούσε
μέρες παλιές,
χαμένες στην ομίχλη του χρόνου. Ένα μεγάλο πιάνο σκαλιστό στα τρία ποδαράκια
του, ένα γιασεμί που στόλιζε τη θάλασσα αστράκια γήινα, που σκόρπιζε τις νύχτες
άρωμα μεθυστικό. Ίσως ν` αναθυμόταν κάποιες Κυριακές με κόσμο πολύ. Κυρίες με
φορέματα μακριά, φραμπαλάδες, καπελίνα, μαντηλάκια κεντημένα, μπούκλες και
κότσους… Νεαρούς φοιτητές με μονόκλ και κουστούμι, παιδάκια
μ` ένα τόπι χρωματιστό, αμαξάδες σε δρόμους πέτρινους. Ίσως μιλούσε για μια
μουσική γλυκιά, για δυο μαρμάρινες κολόνες ή για ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο,
ασημένιο, με την μεγάλη του συνοδεία, αστέρια άπειρα, ανθάκια τ` ουρανού. Ίσως
πάλι να σώπαινε. Ίσως να καταλάβαινε πως ότι και να πει θα πάει χαμένο, δε
θα το προσέξουν οι βιαστικοί διαβάτες ή δε θα μπορέσουν να το ακούσουν απ` τον
θόρυβο των αυτοκινήτων.
Κι οι άνθρωποι, σαν για να εκδικηθούν την ομορφιά του, τ` άφησαν έτσι, να
κείτεται αμίλητο, πληγωμένο. Το λέρωσαν με χρώματα σκούρα – μια έκφραση τέχνης
είναι και τα γκράφιτι είπαν – και κανείς δεν βρέθηκε να του μιλήσει, να το
γνοιαστεί, να ξεριζώσει τ` αγριόχορτα που το πνίγουν. Και οι διπλανές
πολυκατοικίες χαίρονται την ταπείνωσή του, γιατί να `ναι αυτές τόσο άσχημες;
Όλοι μέσα στην πόλη εκείνη προσπαθούν να το αγνοήσουν, σαν να τους ενοχλεί η
ομορφιά του, σαν να τους θυμίζει τι κατέστρεψαν. Κι όμως, εκείνο υπερήφανο,
στέκει πάντα στον φαρδύ δρόμο, ακίνητο, με τις ξεθωριασμένες του επάλξεις στητές,
βυθισμένο θαρρείς σ` έναν κόσμο καμωμένο από ρόδα, μετάξι και γιασεμί, από
νύχτες τυλιγμένες μουσική κι από αστέρια. Και λένε πως τ` άκουσαν κάποτε ν`
αναστενάζει, πως μια σταγόνα κύλησε πάνω στους ξεβαμμένους του τοίχους. Ίσως
όμως να ήταν και η βροχή…